- τυραννοπολίτης
- τῠραννο-πολίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ,A citizen under a tyranny, Sidon.Apoll.Ep.5.8 (-tarum, v.l. -tanorum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυραννοπολίτης — ὁ, Α πολίτης τυραννοκρατούμενης πόλης, πόλης στην οποία υπάρχει καθεστώς τυραννίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + πολίτης] … Dictionary of Greek